Μπορῶ νὰ δῶ τὸ διπλανό μου
νὰ κλαίει καὶ νὰ μὴ λυπηθῶ;
Μπορῶ νὰ δῶ ἄλλον θλιμμένο
καὶ νὰ μὴ συμπαρασταθῶ;

Μπορῶ νὰ δῶ νὰ τρέξει δάκρυ
κι ἐγῶ νὰ μὴ τὸ μοιραστῶ;
Μπορεῖ ὁ μπαμπᾶς νὰ ὑποφέρει
νὰ κλαίει τ᾿ ὀμορφο μικρό;

Μπορεῖ ἡ μαμὰ νὰ μὴν τρομάξει,
ὅταν τρομάξει τὸ παιδί;
Ἀποκλείεται, δὲν μπορεῖ!
Ὄχι, ὄχι, δὲν μπορεῖ!

Μπορεῖ αὐτὸς ποὺ ὅλο γελάει
ν᾿ ἀκούει τὰ δύστυχα μικρὰ
τοῦ τρυποφράχτη νὰ θρηνοῦνε,
νὰ βαλαντώνουν τὰ μωρά,

καὶ νὰ μὴν τρέξει στὴ φωλιά τους
νὰ τοὺς χαρίσει ὕπνο γλυκό,
νὰ μὴν καθίσει πλάι στὴν κοὺνια
νὰ ταχταρίσει τό μωρό;

Τὰ δάκρυα νὰ μὴ μᾶς σκουπίζει
μὲ καλοσύνη καὶ στοργή,
μπορεῖ; Ἂχ! Ὄχι, δὲν μπορεῖ!
Ἀποκλείεται, δὲν μπορεῖ!

Σ᾿ ὅλους δίνει τὴ χαρά του:
γίνεται μικρὸ παιδί,
ἄντρας στενοχωρημένος
κι ὅλους μᾶς παρηγορεῖ.

Κάθε φορὰ ποὺ κλαῖς γιὰ κάποιον,
σὲ βάζει ὁ καλὸς Θεός.
Κι ὅταν δακρύζεις δάκρυ ἄλλου,
σὲ ὁδηγεῖ ὁ Δημιουργός.

Μᾶς χαρίζει τὴ χαρά του
ποὺ ἡ πίκρα μας σκοτώνει.
Ἀλλὰ μέχρι νὰ σωθοῦμε,
δίπλα μας θὰ μετανιώνει.

[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]