Ἄγγελοι μὲ φυλούσανε κι ἐγὼ βαθιὰ κοιμόμουν.
Ἔξω, νύχτα σκοτεινή.
Μὰ ξάφνου κάτι σάλεψε πίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα:
ἕνα ὄνειρο εἶχε μπεῖ.
Καθόμουν, λέει, στὴν ἐξοχὴ κι ἕνα μικρὸ μυρμήγκι
στὸ χορτάρι εἶχε χαθεῖ.
Τὸ δύστυχο, ξεστράτησε, νυχτώθηκε μονάχο
κι εἶχε ἀπ᾿ ὥρα κουραστεῖ.
Ὁ δρόμος τὸ σμπαράλιασε, τό ῾πνιξε τὸ σκοτάδι,
ἔφτασε ν᾿ ἀπελπιστεῖ.
Μὲς στὰ πυκνὰ κι ἀδιάβατα χορτάρια ἀκούω τότε,
μιὰ σπαραχτικὴ φωνὴ:
«Παιδάκια μου, σᾶς ἔχασα, μὲ χάσατε, ποῦ εἶστε;
Ὁ μπαμπάς σας ποῦ θρηνεῖ;
Τὸ ξέρω πὼς μὲ ψάχνατε! Γυρίσατε στὸ σπίτι;
Εἶμαι πιὰ γιὰ σᾶς νεκρή;»
Σελ. 12