Ἄγγελοι μὲ φυλούσανε κι ἐγὼ βαθιὰ κοιμόμουν.
Ἔξω, νύχτα σκοτεινή.
Μὰ ξάφνου κάτι σάλεψε πίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα:
ἕνα ὄνειρο εἶχε μπεῖ.

Καθόμουν, λέει, στὴν ἐξοχὴ κι ἕνα μικρὸ μυρμήγκι
στὸ χορτάρι εἶχε χαθεῖ.
Τὸ δύστυχο, ξεστράτησε, νυχτώθηκε μονάχο
κι εἶχε ἀπ᾿ ὥρα κουραστεῖ.

Ὁ δρόμος τὸ σμπαράλιασε, τό ῾πνιξε τὸ σκοτάδι,
ἔφτασε ν᾿ ἀπελπιστεῖ.
Μὲς στὰ πυκνὰ κι ἀδιάβατα χορτάρια ἀκούω τότε,
μιὰ σπαραχτικὴ φωνὴ:

«Παιδάκια μου, σᾶς ἔχασα, μὲ χάσατε, ποῦ εἶστε;
Ὁ μπαμπάς σας ποῦ θρηνεῖ;
Τὸ ξέρω πὼς μὲ ψάχνατε! Γυρίσατε στὸ σπίτι;
Εἶμαι πιὰ γιὰ σᾶς νεκρή;»

Μέσα ἡ καρδιά μου σπάραξε καὶ μοῦ ῾τρεξε ἕνα δάκρυ,
μὰ νά, ἡ κωλοφωτιὰ
πετιέται ἀπὸ τὶς σκοτεινιές. Στὸ δύστυχο μυρμήγκι
μὲ ζωντάνια ἀπαντᾶ:

«Ποιὸ πλάσμα ἀσήμαντο καλεῖ μὲ κλάματα τῆς νύχτας
τὸν ἀκοίμητο φρουρό;
Μπρὸς, σήκω, πάρ᾿ τὰ πόδια σου! Τὸ σκοτεινὸ χορτάρι
τὸ φωτίζω τώρα ἐγὼ.

Γιὰ κοίτα! Βγαίνει ὁ μπάμπουρας καὶ φέρνει γύρα. Τρέξε,
ἄντε, βιάσου, μὴν ἀργεῖς.
Πετᾶ, βουίζει, ἄκου τον, πήγαινε ὅπου πηγαίνει.
Στὸ σπίτι σου θὰ βγεῖς».

[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]