Πατερούλη, πατερούλη μου, ποῦ πᾶς;
Γρήγορα μὴν περπατᾶς!
Μίλα λίγο, πατερούλη, στὸ μικρούλι σου παιδί,
ἂν σὲ χάσει, θὰ χαθεῖ!

Ἦταν νύχτα σκοτεινὴ
κι ὁ πατέρας δὲ φαινόταν πουθενά.
Ἀπ᾿ τὸ βάλτο βγαίνει ἡ ὁμίχλη, γιὰ νὰ πάρει τὸ παιδί.
Κλαίει ἐκεῖνο, χύνει δάκρυα καυτά,
τὰ φοβᾶται ἡ ὁμίχλη, τρέχει, φεύγει μακριά.
Τὸ ἀγοράκι βρέθηκε

Τὸ ἀγοράκι χάθηκε, τρέχοντας πίσω ἀπὸ τὸ φῶς
κι ὁ βάλτος θὰ τὸ ρούφαγε, ἂν ὁ καλὸς Θεὸς
ποὺ ἔμοιαζε τοῦ μπαμπᾶ του
δὲν ἔβγαινε μπροστά του
φρουρός.

Τὸ φίλησε, τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι τόσο στοργικὰ
καὶ τὸ ῾φερε στὸ ξέφωτο ποὺ ἡ καλὴ μαμὰ
ἔψαχνε τὸ παιδί της
κι ἔτρεμε ἡ ψυχή της
βαθιά.

[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]