Καὶ πάλι κίνησα νά ῾ρθω, Χριστέ μου, στὴν αὐλή σου,
νὰ σκύψω στὰ κατώφλια σου τὰ τρισαγαπημένα,
ὁποῦ μὲ πόθο ἀχόρταγο τὰ λαχταρεῖ ἡ ψυχή μου…
Ἡ σάρκα μου ἀναγάλλιασε σιμά σου κ᾿ ἡ καρδιά μου.
Τὸ χελιδόνι ηὖρε φωλιὰ καὶ τὸ τρυγόνι σκέπη,
νὰ βάλουν τὰ πουλάκια τους, τὰ δόλια, νὰ πλαγιάσουν,
τὸν ἱερό σου τὸ βωμό, ἀθάνατε Χριστέ μου.

Καὶ ὁ εὐσεβὴς προσκυνητὴς θὰ εὕρισκε μεγάλην γλύκαν καὶ παρηγορίαν ἀπὸ τὲς πίκρες τοῦ κόσμου εἰς τὸ νὰ θεωρῇ μόνον τὴν πενιχρὰν κανδήλαν καίουσαν ἐμπρὸς εἰς τὴν ὡραίαν εἰκόνα…

Τὸ ὠχρὸν πρόσωπον τῆς Παναγίας, ἐνούμενον κατὰ παρειὰν μὲ τὸ λευκὸν καὶ ἔνθεον πρόσωπον τοῦ λατρευτοῦ Βρέφους της… εἶχεν ἄφατον γλυκύτητα, καὶ ἦτο καλλίστη ἔκφρασις τῆς μητρικῆς στοργῆς… Καὶ ὁ φιλακόλουθος πιστὸς δὲν θὰ ὑστέρει τῆς ἀμοιβῆς διὰ τὴν εὐσεβῆ προσήλωσιν.

Κάλλιο μιὰ μέρα στὴν δική σ᾿ αὐλή, παρὰ χιλιάδες·
στὸν ἴσκιο ἂς εἶμαι τοῦ ναοῦ σου σὰν παραπεταμένος
καλύτερα, παρὰ νὰ ζῶ σ᾿ ἁμαρτωλῶν λημέρια…