Στὰ Νέα Ἑλληνικὰ οἱ διάνοιες τοῦ ὑπουργείου ‘παιδείας’ ἐπέλεξαν ἕνα ποίημα τοῦ Καβάφη καὶ μιὰ σαχλαμάρα τοῦ Τάσου Λειβαδίτη. Τὸ ποίημα τοῦ Καβάφη ἐπιγράφεται, Μελαγχολία τοῦ Ἰάσονος Κλεάνδρου· ποιητοῦ ἐν Kομμαγηνῇ· 595 μ.X.

Τὸ γήρασμα τοῦ σώματος καὶ τῆς μορφῆς μου
εἶναι πληγὴ ἀπὸ φρικτὸ μαχαῖρι.
Δὲν ἔχω ἐγκαρτέρησι καμιά.
Εἰς σέ προστρέχω Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
ποὺ κάπως ξέρεις ἀπὸ φάρμακα·
νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές, ἐν Φαντασίᾳ καὶ Λόγῳ.
Εἶναι πληγή ἀπὸ φρικτὸ μαχαῖρι. —
Τὰ φάρμακά σου φέρε Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
ποὺ κάμνουνε — γιὰ λίγο — νὰ μή νοιώθεται ἡ πληγή.

Δὲν εἶναι δύσκολο τὸ ποίημα στὴν ἔκφραση, δύσκολο ὅμως τὸ περιεχόμενό του γιὰ νέους, ὅταν τὸ ‘φρικτὸ μαχαῖρι’ εἶναι τόσο μακρινό, ἄσχετο μὲ τὸ δικό τους παρόν.

Γιὰ τὴν ψυχὴ ἴσως εἶναι ὀδυνηρό, ἰδιαίτερα ὅταν νοιώθει νέα, νὰ ἀντικρύζει τὸν μαρασμὸ στὸ σῶμα της, καὶ μοιάζει τότε σὰν παγιδευμένη σὲ κάτι ξένο. Ἀπὸ αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τίποτα πιὸ φυσιολογικὸ ἀπὸ τὴν ὀδύνη τοῦ Καβάφη. Οἱ ἄλλοι, ὅμως, δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ νοιώθουν τὸ ἴδιο, μπορεῖ νὰ βρίσκουν τὴν ταλαιπωρημένη μορφὴ πιὸ ἀξιόλογη καὶ πιὸ ἑλκυστική.