Ἐνῷ ὁ Ρίλκε ἑστιάζει στὸ αὐτεξούσιο, ὁ Οἰκονομίδης φέρει τὸν ἑαυτὸ στὸ μέσον διπλασιάζοντας τὸ ρῆμα, ἑστιάζοντας ἔτσι στὰ ἐπίθετα καλὸς καὶ ἀδελφὸς (ὁ ‘ἀδελφὸς’ ἐδῶ λειτουργεῖ ὡς ἐπίθετο), εἰκονίζοντας γλωσσικὰ τὴν εἴσοδο τοῦ εὐλαβοῦς ἀνθρώπου στὰ πράγματα. Τὸ πρωτότυπο σὲ ἐγκαταλείπει σὲ ἀμηχανία, κοντὰ στὸν μεγαλύτερο ἅγιο, ἀλλὰ χωρὶς τρόπο νὰ ἀνοίξεις τὴν καρδιά σου, ἐνῷ ἡ μετάφραση τοῦ Οἰκονομίδη σὲ ἐμπιστεύεται στὴν καλωσύνη, ὅταν ἔχεις ἤδη κάνει τὸ πρῶτο βῆμα προσωπικῆς εἰσόδου στὰ πράγματα κι ἔτσι στὴν Ἀρχή τους.

Διάβασε πλάι πλάι τὴν μετάφραση τοῦ Δικταίου καὶ τοῦ Οἰκονομίδη, καὶ θὰ δεῖς πῶς ὅλα αὐτὰ συνεργάζονται γιὰ νὰ δώσουν μιὰ γραφὴ ποὺ ξεπερνάει τὸ πρωτότυπο, ἢ πάντως λειτουργεῖ ποιητικὰ χωρὶς καθόλου νὰ ὑστερεῖ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο.

Εὐλογημένη ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ Οἰκονομίδης ἀσχολήθηκε μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς σημαντικώτερους ποιητές. Μακάρι νὰ ἔχουμε δῶρο στὴν γλῶσσα μας τέτοιες μεταφράσεις τοῦ Ρίλκε ὁλόκληρου, καὶ νὰ λυτρωθοῦμε ἐπιτέλους ἀπὸ τὶς ἀτεχνίες τῶν Δικταίων.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα