Τότε, ἦρθε ἀπὸ πάνω ἕνας ἄγγελος καλός.
Ἄνοιξε τὰ φερετράκια, τὰ παιδάκια σηκωθῆκαν,
σὲ λιβάδι ξεχυθῆκαν.
Ἦταν κι ἕνας ποταμός…
μπῆκαν κι ἔλαμψαν στὸ φῶς.
Ἂφησαν τὰ ἐργαλεῖα κι ὅπως ἤτανε γυμνά,
μὲς στὰ σύννεφα πετάξαν, μέχρι τ᾿ οὐρανοῦ τὴν ἄκρη.
Εἶπε ὁ ἄγγελος στὸ Δάκρη:
«Ἅμα κάθεσαι καλά,
θά ῾χεις τὸ Θεὸ μπαμπά».
Ξύπνησε. Ἔκανε κρύο κι ἤτανε πολὺ πρωί,
μὰ δὲν κρύωνε, μιὰ φλόγα ἔκαιγε μὲς στὴν καρδιά του.
Πῆγε πρῶτος στὴ δουλειά του.
Ὅποιος ἔχει ὑπομονή,
βγαίνει πρῶτος στὴ ζωή.
[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]
Σελ. 12