«Ὅταν πέθανε ἡ μαμά μου, ἤμουνα πολὺ μικρὸ
καὶ μὲ πούλησε ὁ μπαμπάς μου, πρὶν ἀρχίσω νὰ τσιρίζω.
Τζάκια τώρα καθαρίζω
καὶ κοιμᾶμαι ὅπου βρῶ
στάχτη, σκόνη καὶ καπνό!»
Τσίριζε ὁ μικρὸς ὁ Δάκρης ποὺ τοῦ κόβαν τὰ μαλλιά.
«Εἶναι ὄμορφα» τοῦ εἶπα, «καὶ σγουρά, μὰ μὴ σὲ νοιάζει.
Κάτσε, Δάκρη, δὲν πειράζει.
Στὰ μαλλιὰ δὲ θά ῾χεις πιὰ
στάχτη, σκόνη καὶ καπνιά!»
Ἔκατσε, λοιπόν, ὁ Δάκρης καὶ τοῦ κόψαν τὰ μαλλιά,
μὰ τὸ βράδυ, στ᾿ ὄνειρό του, εἶδε χίλια φερετράκια
μὲ κατάμαυρα καπάκια.
Εἶχαν ὅλα τους παιδιά
πεθαμένα ἀπ ῾τὴν καπνιά.
Τότε, ἦρθε ἀπὸ πάνω ἕνας ἄγγελος καλός.
Ἄνοιξε τὰ φερετράκια, τὰ παιδάκια σηκωθῆκαν,
σὲ λιβάδι ξεχυθῆκαν.
Ἦταν κι ἕνας ποταμός…
μπῆκαν κι ἔλαμψαν στὸ φῶς.
Ἂφησαν τὰ ἐργαλεῖα κι ὅπως ἤτανε γυμνά,
μὲς στὰ σύννεφα πετάξαν, μέχρι τ᾿ οὐρανοῦ τὴν ἄκρη.
Εἶπε ὁ ἄγγελος στὸ Δάκρη:
«Ἅμα κάθεσαι καλά,
θά ῾χεις τὸ Θεὸ μπαμπά».
Ξύπνησε. Ἔκανε κρύο κι ἤτανε πολὺ πρωί,
μὰ δὲν κρύωνε, μιὰ φλόγα ἔκαιγε μὲς στὴν καρδιά του.
Πῆγε πρῶτος στὴ δουλειά του.
Ὅποιος ἔχει ὑπομονή,
βγαίνει πρῶτος στὴ ζωή.
[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]