Ἦτο ὁ μπάρμπα-Πίπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, καὶ κατέβαινεν εἰς Πειραιᾶ διὰ ν᾿ ἀκούση τὸ Χριστὸς Ἀνέστη εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὁμωνύμου καὶ προστάτου του, διὰ νὰ κάμῃ Πάσχα ρωμέικο κι εὐφρανθῆ ἡ ψυχή του.

Καὶ ὅμως ἦτο… δυτικός!

Ὁ μπάρμπα-Πίπης ἦτο Ἰταλοκερκυραῖος, ἁπλοϊκός, Ἑλληνίδος μητρός, Ἕλλην τὴν καρδίαν, καὶ ὑφίστατο ἄκων ἴσως, ὡς καὶ τόσοι ἄλλοι, τὸ ἄπειρον μεγαλεῖον καὶ τὴν ἄφατον γλυκύτητα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἑλληνικῆς. Ἐκαυχάτο ὅτι ὁ πατήρ του, ὅστις ἦτο στρατιώτης τοῦ Ναπολέοντος Α΄, «εἶχε μεταλάβει ρωμέικα» ὅταν ἐκινδύνευε ν᾿ ἀποθάνη ἐκβιάσας μάλιστα πρὸς τοῦτο, διὰ τινῶν συστρατιωτῶν του, τὸν ἱερέα τὸν ἀγαθόν. Καὶ ὅμως ὅταν, κατόπιν τούτων, φυσικῶς τοῦ ἔλεγε τις: «Διατὶ δὲ βαπτίζεσαι, μπάρμπα-Πίπη;» ἡ ἀπάντησίς του ἦτο, ὅτι ἅπαξ ἐβαπτίσθη, καὶ ὅτι εὑρέθη ἐκεῖ.

Φαίνεται ὅτι οἱ Πάπαι τῆς Ρώμης, μὲ τὴ συνήθη ἐπιτηδείαν πολιτικήν των, εἶχον ἀναγνωρίσει εἰς τοὺς ρωμαιοκαθολικοὺς τῶν Ἰονίνων νήσων τινὰ τῶν εἰς τοὺς Οὐνίτας ἀπομενομένων προνομίων, ἐπιτρέψαντες αὐτοῖς νὰ συνεορτάζωσι μετὰ τῶν ὀρθοδόξων ὅλας τὰς ἑορτάς. Ἀρκεῖ νὰ προσκυνήση τις τὴν ἐμβάδα τοῦ Ποντίφηκος, τὰ λοιπὰ εἶναι ἀδιάφορα.