Καὶ νά τώρα, / βέβαια στερνός, τὸ νοῦ μου πῶς σ’ ἐκεῖνα, / Κύριε, τὰ λόγια Σου γυρίζω, κι ὅλος / μιὰ σκέψη στέκομαι μπροστά Σου:  Ἄ! δῶσε, / δός καὶ σ’ ἐμένα, Κύριε, ἐνῶ βαδίζω / ὁλοένα ὡς ἔξω ἀπ’ τῆς Σιὼν τὴν πόλη, / κι ἀπὸ τὴ μιὰ τῆς γῆς στὴν ἄλλην ἄκρη / ὅλα εἶναι ρείπια, κι ὅλα εἶναι σκουπίδια, / κι ὅλα εἶναι πτώματα ἄθαφτα ποὺ πνίγουν / τὴ θεία πηγὴ τ’ ἀνασασμοῦ, στὴ χώρα / εἴτ’ ἔξω ἀπὸ τὴ χώρα· Κύριε, δός μου, / μὲς στὴ φριχτὴν ὀσμὴν ὁποὺ διαβαίνω, / γιὰ μιὰ στιγμὴ τὴν ἅγια Σου γαλήνη, / νὰ σταματήσω ἀτάραχος στὴ μέση / ἀπ’ τὰ ψοφίμια καὶ ν’ ἀδράξω κάπου / καὶ στὴ δική μου τὴ ματιὰν ἕν’ ἄσπρο / σημάδι ὡς τὸ χαλάζι, ὡσὰν τὸ κρίνο, / κάτι νὰ λάμψει ξάφνου καὶ βαθιά μου / ἔξω ἀπ’ τὴ σάψη, πέρα ἀπὸ τὴ σάψη / τοῦ κόσμου, ὡσὰν τὰ δόντια αὐτοῦ τοῦ σκύλου / πού, ὦ Κύριε, βλέποντάς τα ἐκειὸ τὸ δείλι, τά ‘χες θαμάσει, ὑπόσκεση μεγάλη, / ἀντιφεγγιὰ τοῦ Αἰώνιου, μὰ κι ἀντάμα / σκληρὴ τοῦ Δίκαιου ἀστραπὴ κ’ ἐλπίδα!..

Το σπίτι του Σικελιανού στην Σαλαμίνα