Ὅ,τι ὑπῆρξε ἀδιάφορο στὸν βαθμὸ τοῦ ἀνύπαρκτου, σήμερα κυριαρχεῖ. Ἡ εἰκόνα τοῦ ξυλουργοῦ Ἰησοῦ φαίνεται νὰ ἔχει προτεσταντικὴ φύση καὶ προέλευση. Οἱ μέρμηγκες τῆς χριστιανοσύνης, γιὰ τοὺς ὁποίους μὲ ὀξυδέρκεια ὁ Μὰξ Βέμπερ δείχνει πῶς μετέτρεψαν τὸ ἴδιο τὸ ἀσκητικὸ πνεῦμα σὲ ἐργασιακὴ ἐπιχείρηση καὶ τὴν ἀπόκτηση πλούτου σὲ τεκμήριο θείας ἀποδοχῆς καὶ καταξίωσης, φυσικὸ νὰ φέρουν τὸν Λόγο στὰ μέτρα τους, περιφρονῶντας καὶ βιάζοντας τὸ βιβλικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι σέβονται πάνω ἀπ’ ὅλα ἢ ἀποκλειστικά.

Πολὺ πιὸ ἐνδιαφέρον νὰ προσεχθεῖ ὅ,τι συμβαίνει στὴν Γραφή. Ἡ πλήρης ἀπουσία σχετικῶν ἀναφορῶν καὶ ἡ ἰσχνὴ ἀμφιλεγόμενη ἀναφορὰ τοῦ Μάρκου ἀρκοῦν γιὰ νὰ γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ σκεφτόμαστε οὔτε κἂν τὸν πολὺ νεαρὸ Ἰησοῦ ὡς ξυλουργό. Ἀκόμη κι ἂν ἀσχολήθηκε ἔστω λίγο, εὐνόητο πὼς δὲν ἐπρόκειτο γιὰ ἐπάγγελμα, μᾶλλον γιὰ περιστασιακὴ βοήθεια στὸν κατὰ κόσμο πατέρα Του, πραγματοποιῶντας τὴν ταπεινοφροσύνη τῆς ἡλικίας Του καὶ τιμῶντας τὸν μόχθο τοῦ Ἰωσήφ.

Ἔτσι οἱ ἀντίπαλοί Του Ἰουδαῖοι (στὸν Ματθαῖο) δὲν τὸν ἀποκαλοῦν ξυλουργὸ ἀλλὰ γυιὸ τοῦ ξυλουργοῦ, καὶ (μόνο στὸν Μάρκο) ξυλουργό, ἐννοῶντας καὶ πάλι ‘γυιὸ τοῦ ξυλουργοῦ,’ ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Αὐγουστῖνος, εἴτε προϋποθέτοντας ἀσυζητητί, ὡς κοινωνικὴ ἀναγκαιότητα, ὅτι ὁ γυιὸς ἀσχολεῖται μὲ τὴν τέχνη τοῦ πατέρα του, καὶ οὕτως ἢ ἄλλως γιὰ νὰ μειώσουν τὴν καταγωγή Του, νὰ δείξουν ὅτι δὲν ταιριάζει μὲ τὴν Σοφία Του, ὄχι καταγράφοντας πραγματικὴ ἐπαγγελματικὴ κατάσταση, γιὰ τὴν ὁποία δὲν φαίνεται νὰ γνώριζαν τὸ παραμικρό.