ΚΥΡΙΟΙ ΥΠΟΚΙΝΗΤΕΣ γιὰ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ ἦταν “τὸ Μέγα Συνέδριο μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς πρεσβυτέρους, τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους, δηλαδὴ τὸ σύνολο τῆς θρησκευτικῆς καὶ πνευματικῆς ἡγεσίας τοῦ ‘ἐκλεκτοῦ’ λαοῦ τοῦ Θεοῦ”[7] — ὅμως δὲν τὸν ἀρνήθηκε μιὰ ἡγεσία: τὸν ἀρνήθηκε τὸ Ἰσραήλ, ὁ ἴδιος ὁ λαὸς ὅπου τὸ Εὐαγγέλιο ἀκούστηκε γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Χριστὸς δὲν ζήτησε habeas corpus ἀλλὰ τοὺς δικούς Του, καὶ δικοί Του ἀκόμη σήμερα δὲν ἔχουν γίνει οὔτε οἱ ἡγέτες οὔτε ὁ λαός. Ἡ Λειτουργία τὸ ἀναγνωρίζει αὐτό, καὶ στρέφοντας τὴν προσοχὴ στὸ οὐσιῶδες θυμίζει, χωρὶς ἀντιεβραϊσμό, ὅτι γένος Ἑβραίων ἀπώλετο, δεινὸς δῆμος καὶ ἀχάριστος.[8] Ἑπομένως, κάθε ἄλλο παρὰ ἐκπλήσσει τὸ γεγονὸς ὅτι “ὁ ἀρχαϊκὸς χριστιανισμὸς γλωσσικὰ ἦταν ἑλληνικὸς ἀκόμα καὶ στὴν ἴδια τὴν Παλαιστίνη”.[9] Εὐνόητη ἡ συνέχεια.

Στὴν πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας τὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἵδρυσε ἡ ἑλληνικὴ κοινότητα, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τῆς Ρώμης ἦταν Ἕλληνες καὶ ἡ Ἐκκλησία ἑλληνική, γι’ αὐτὸ ἀπὸ τοὺς δεκαπέντε πρώτους πάπες οἱ δώδεκα φέρουν ἑλληνικὰ ὀνόματα.[10] Ἄλλωστε, “μεγάλη κοινότητα ἀπὸ Ἕλληνες μοναχοὺς φαίνεται πὼς εἶχε ζήσει πάντα στὴν Ρώμη, καὶ ὣς τὸν Γ΄ αἰῶνα τὰ ἑλληνικὰ ἦταν ἡ γλῶσσα τῆς ρωμαϊκῆς Λειτουργίας[[11]]”.[12] Ἑλληνόφωνες εἶναι ὅλες οἱ ἀρχαῖες χριστιανικὲς κοινότητες, σὲ ἀνατολικὲς ἢ δυτικὲς περιοχὲς τῆς Αὐτοκρατορίας, κοινότητες οἱ ὁποῖες κατὰ κανόνα ἐκτείνονται στὸ σύνολο τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῶν οἰκείων πόλεων.