ΑΓΑΠΩΝΤΑΣ τὴν σοφία πλησιάζει κανεὶς τὸν ἑλληνισμὸ στὴν πραγματική του ταυτότητα, ποὺ δὲν εἶναι φυλετική. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀρχαία Ἀθήνα μποροῦσε νὰ λογίζεται Ἑλλὰς Ἑλλάδος, καὶ ἀκόμα βάρβαροι νὰ γίνονται δεκτοὶ στὰ Ἐλευσίνια μυστήρια. Ὄχι ἁπλῶς “ἕνα [μεταξὺ πολλῶν, ἀλλὰ τὸ πιὸ] καθοριστικὸ στοιχεῖο τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος εἶναι ἡ ἀπουσία ὑπεροψίας ἔναντι τῶν ἄλλων λαῶν”.[50] Ἔχουν τὸ ἴδιο αἷμα ὅσοι ἀπολαμβάνουν ὁμογνίων Θεῶν κοινωνίαν,[51] ἐξηγεῖ ὁ Πλάτων. Τὸ γένος ὁρίζει ἡ ψυχὴ μεγαλώνοντας στὴν ἀγαθὴ ἀκεραιότητα τῆς ὑψηλότερης δυνατῆς νόησης καὶ ὁμόνοιας, ὅταν “ἀρχὴ ὅλων τῶν ἀγαθῶν γιὰ Θεοὺς καὶ ἀνθρώπους εἶναι ἡ ἀλήθεια”.[52]

Τὴν ταυτότητά του ὁ ἑλληνισμὸς ἀποκτᾶ στὴν ἔξοδο ἀπὸ ἕναν ἑαυτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ μόνο δικός του, στὴν ὁρμή του νὰ μαθαίνει ἀπὸ παντοῦ, μυούμενος σὲ Μορφὴ ἀπρόσιτη γιὰ ἐφευρέτες.[53] Ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτὴ δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ θλιβερὸ γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης στὸν ὑπο–λογισμό, καὶ τίποτα πιὸ χαρμόσυνο ἀπὸ τὸν ζωντανὸ δυναμισμὸ τῆς μοντέρνας σλαβικῆς θεολογίας καὶ ἰδίως τῆς ρωσικῆς.[54]