ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ νὰ παίζω τὸν Πλάτωνα στὰ δάχτυλα γιὰ νὰ πιστεύω στὸν Θεό, ὅμως δὲν πιστεύω περισσότερο ἢ καλύτερα ἐπειδὴ ἀγνοῶ τὸν Πλάτωνα. Ὁ Χριστὸς δὲν ‘κλείστηκε’ στὴν πλησμονὴ τῆς θείας γνώσης, οὔτε ἀπέκτησε διὰ μαγείας τὴν ἀνθρώπινη, ἀλλὰ σκέφτηκε ὅσα ἤθελε νὰ σκεφτεῖ, διαβάζοντας δημιουργικὰ τὴν ὑψηλότερη σκέψη ποὺ ἤδη ἐπηρέαζε τὸν χῶρο στὸν ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ δράσει — βιβλίον κατεδέξω προφητικὸν ἀναγνῶναι Χριστὲ ὁ Θεός, θυμίζει ἡ Λειτουργία — ὥστε πρόκοβε σὲ γνώση,[59] τόσο ποὺ οἱ Γραμματεῖς, οἱ ἐπαγγελματίες ἑρμηνευτὲς τῆς ἑβραϊκῆς παράδοσης, ὁδηγήθηκαν σὲ ἀπορία.[60] Ἄλλωστε ἡ πατερικὴ γραμματεία τῶν φιλοσοφικῶν ἀξιώσεων ἑνὸς Μάξιμου Ὁμολογητῆ ἢ ἑνὸς Γρηγόριου Νύσσης δὲν γράφηκε γιὰ νὰ ὑποδαυλίζει τὴν θανάσιμη πλήξη τῶν φοιτητῶν: εἶναι κείμενα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Ἐκκλησία, στὸν βαθμὸ ποὺ ὁποιοσδήποτε προσωπικὰ τὰ χρειάζεται, τὰ ἀναζητεῖ καὶ τὰ διαβάζει. Ἡ ἀγραμματοσύνη δὲν διασφαλίζει καμμιά ‘εὐαγγελικὴ ἁπλότητα’, οὔτε εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ ὑπάρχει ἡ ἁπλότητα αὐτή.[61] Χαρακτηριστικὰ στὸ ἀπολυτίκιο τῆς Πεντηκοστῆς[62] ὁ Θεὸς δὲν ὑμνεῖται ἐπειδὴ ἄφησε τοὺς Μαθητὲς ἀμόρφωτους, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἄφησε.[63] Τὸν καιρὸ ποὺ οἱ Μαθητὲς ἦταν κοινοὶ ψαράδες ἔκαναν ἀκόμα καὶ τὸν Χριστὸ νὰ ἀγανακτεῖ: “ἔφεραν τὰ παιδιά τους νὰ τὰ ἀγγίξει, καὶ οἱ Μαθητὲς τοὺς ἐπέπληξαν. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶδε καὶ ἀγανάκτησε καὶ τοὺς εἶπε, ‘Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ ἔρχονται σὲ μένα, μή τὰ ἐμποδίζετε…’”[64]