Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ δὲν εἶναι ἀγώνισμα πρωτοτυπίας. Ἀντίθετα, ἤδη στὰ πρῶτα χρόνια τῆς λεγόμενης[174] ἀποστολικῆς περιόδου, οἱ Πατέρες βεβαιώνουν ἀλήθεια ποὺ συχνὰ λησμονεῖται, ὅτι σὲ διάφορους βαθμοὺς τὸ Πνεῦμα ζωοποιεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅλους τοὺς πολιτισμούς. Οἱ βαθμοὶ σημαίνουν πὼς δὲν εἶναι ὅλα ‘τὸ ἴδιο’ — ἀντιθέτως, ὅλα διαφέρουν περισσότερο ἢ λιγώτερο, ὥστε ἂν πρῶτο βῆμα τῆς ἀξιολόγησης γίνει ἡ ἰσοπέδωση, ἀντὶ οἰκουμενικότητος προκύπτει συνονθύλευμα.

Ἂς σκεφτοῦμε, γιὰ παράδειγμα, τὰ σχετικὰ μὲ τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου ὡς θνητοῦ καὶ ἀναστάντος, πῶς ὁρισμένοι ἐπικαλοῦνται σχετικὰ ὅμοιες πεποιθήσεις γιὰ νὰ δείξουν, τάχα, ὅτι ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἀποτελεῖ παρὰ μιὰ ἐκδήλωση τοῦ ‘συλλογικοῦ ἀσυνείδητου’, πάντως τίποτα πιὸ πραγματικὸ σὲ σχέση μὲ παρόμοια ‘μυθεύματα’.

Ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι τὸ ὄπιο τοῦ λαοῦ, ἀποτελεῖ (στὴν καλύτερη περίπτωση) εὔλογη σχετικῶς εἰκασία,[175] ὄχι ἀπαραιτήτως ἀλήθεια. Ἡ πλαστότητα ἔστω ὅλων τῶν μέχρι στιγμῆς γνωστῶν θρησκειῶν, γιατί βεβαιώνει ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε ποτέ νὰ προκύψει καμμιά γνήσια θρησκεία, καὶ ἡ ἀνάγκη ἔστω ὅλων τῶν ἀνθρώπων νὰ παρηγορηθοῦν, γιατί βεβαιώνει ὅτι καμμιά θρησκεία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ παραμύθι; Παρομοίως στὸ δικό μας ζητούμενο: γιατί ἡ ὕπαρξη διαφόρων διηγήσεων περὶ θεανθρώπων ἀποκλείει τὴν ἁπλὴ δυνατότητα μία ἀπὸ αὐτὲς νὰ ἀληθεύει μόνο ἢ κυρίως ἢ περισσότερο;