ΤΗΝ ΑΡΧΗ τῆς Βάπτισης τοῦ ἑλληνισμοῦ ζητῶ στὸν Ὅμηρο, ὁ ὁποῖος εἶναι τόσο πολλῶν ἡ ἀρχή (“ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σύμφωνα μὲ τὸν Ὅμηρο ἔχουν διδαχθεῖ ὅλοι”[210]), ὥστε δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκλεισθεῖ οὔτε αὐτὸ χωρὶς πολὺ σοβαρὴ μελέτη. Ἐνδεχομένως καὶ ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ ἐδῶ ἔχει τὴν αἰτία της,[211] καὶ ἡ ἴδια ἡ δύναμη μὲ τὴν ὁποία ἡ σημασία τοῦ προσώπου ἐξαπλώνεται ἀπόλυτη σὲ ὅλο τὸ εὖρος τῆς ἑλληνικῆς δημιουργικότητας, ὅπως τὸ μαρτυρεῖ ἡ μεταγενέστερη ποίηση καὶ φιλοσοφία, καὶ ἀκόμη πιὸ ἐντυπωσιακά, ὡς εὑρισκόμενη πέρα τῆς ἄμεσης γλωσσικῆς ἰσχύος, ἡ εἰκαστικὴ ὁρμή, ἡ ὁποία μετὰ τὸν Ὅμηρο ἀπέφυγε σταδιακὰ τὴν ἄσκοπη ἀφαίρεση τῆς γεωμετρικῆς περιόδου καὶ συγκεντρώθηκε στὸ νόημα.

“Γύρω στὰ μέσα τοῦ (8ου) αἰώνα, ἐμφανίζεται καὶ ἡ ἀνθρώπινη μορφὴ σὲ σκηνὲς κάπως πιὸ πολυσύνθετες … Αὐτὲς οἱ σκηνὲς μὲ ἀνθρώπινες μορφὲς ἀρχίζουν νὰ διακοσμοῦν καὶ τὰ μικρότερα ἀγγεῖα, προσφέροντας ἔτσι τὴν ἀρχαιότερη καὶ σαφέστερη ἔκφραση τῆς ἀφηγηματικῆς τέχνης, μιᾶς τέχνης ποὺ ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο τῆς κλασικῆς παράδοσης”.[212]