ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ εἶναι ἀπὸ τὸν Δία”.[417] Ἕνα ἀπὸ τὰ ψιχία τῆς τράπεζας τοῦ Ὁμήρου, ποὺ μάζεψε ὁ Αἰσχύλος εὐλαβικά, καταλαβαίνοντας ὅτι ὁ Θεὸς ἐργάζεται ἀδιάκοπα μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου, καλῶν παιδιῶν ἔφορος[418] — σταλάζει στὴν καρδιὰ ἄθελά της μνήμη τοῦ πάθους, καταστρέφει τὸ πάθος σὲ μάθος καὶ χαρίζει φρόνηση.[419] “Μὲ τὰ ὄνειρα πολλὲς φορὲς εὐεργετεῖ ὁ Θεὸς τὴν ψυχὴ ποὺ ἀξίζει νὰ σωθεῖ”, μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.[420] Σύμφωνα μὲ τὸν Ρωμανό, πέρα ἀπ’ ὅλα ὅσα ἐργάζεται ὁ Θεὸς μὲ τὸν ὕπνο, διδάσκει τὴν ἀνάπαυση καὶ πραότητα τῆς ἀγάπης.

“Τὴν λύπη πάντα ὁ ὕπνος ἀκολουθεῖ, / κι ὁ μόνος ἀνύστακτος, αὐτὸν ποὺ κοιμόταν … ἦρθε καὶ τὸν ἀνακούφισε … σκεπάζοντας τὸν ἀπελπισμένο, /… διδάσκοντας τὸν προφήτη νὰ μισεῖ τὸ ἀπότομο, / μὲ ὅλους νὰ συμπάσχει / καὶ νὰ ἀγαπάει τὴν μετάνοια”.[421]

Ὁ Ὅμηρος ἀποκαλεῖ τὸν ὕπνο ἀμβρόσιο καὶ μελίφρονα: εἶναι θεῖος καὶ ἀθάνατος, ὅπως ἡ ἴδια ἡ νύχτα,[422] διαχέει στὴν ψυχὴ καὶ τὸν χῶρο της τὴν θαλπωρὴ τῆς θείας ἑστίας. “Καλὸ καὶ νὰ ὑπακοῦμε στὴ νύχτα”,[423] γιατὶ καὶ ἡ νύχτα εἶναι χάρισμα τοῦ Πνεύματος: “πῆραν μὲ τὴν καρδιά τους τὸ δῶρο τοῦ ὕπνου”.[424] Ὁ θεῖος ὄνειρος ποὺ ἔφθασε στὸν Ἀγαμέμνονα, “τὸν βρῆκε στὴν σκηνή του νὰ κοιμᾶται, καὶ εἶχε χυθεῖ ἀθανασίας ὁλόγυρα ὕπνος”.[425]