ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ τὸ ἄμεσο παρελθόν του ἡ θρησκεία βρίσκεται στὴν καρδιὰ τῆς κοινωνίας κυοφορῶντας τὶς ἐπιγνώσεις τοῦ ἑλληνισμοῦ. “(Ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ἡσίοδος) χωρὶς ἄλλο, μιλοῦν γιὰ θρησκεία καὶ [κοσμολογικὲς] πεποιθήσεις πολὺ καλὰ γνωστὲς τόσο στοὺς ἴδιους ὅσο καὶ στοὺς ἀκροατές τους· ἄρα, γιὰ θρησκεία ποὺ [ἡ ρίζα της βρίσκεται ἀντισυμβατικὴ καὶ ὀργανικὴ στὴν κοινωνία,] ὑπῆρχε ἤδη τὸν 11ο αἰῶνα, καὶ ἔχει ἤδη πίσω της μιὰ ἱστορία”.[449] Ἡ ἀνάμιξη πολιτειακῶν ἀρχῶν σὲ θρησκευτικὲς θεσμίσεις δὲν ἀναιρεῖ τὴν φυσιολογικὴ ἀνάπτυξη καὶ ἀβίαστη λειτουργία τῆς θρησκείας, ἐφόσον οἱ ἀποφάσεις προϋπέθεταν πραγματικὸ ἀντίκρυσμα στὴν ζωὴ τῆς κοινωνίας — τελείως πέρα καὶ ἀπὸ τὸ ποιὸς ἐξουσιοδοτεῖ τὶς ἀρχές.

Οἱ τελετὲς αἰνίττονται.[450] Δὲν εἶχε κάθε πολίτης ζωντανὸ προσωπικὸ σύμβουλο ἕνα Θεό, ὅμως ὅταν στὶς Θεσπιὲς καθιέρωναν λατρεία τοῦ Ἔρωτα, κανείς δὲν βίωνε καμμιά ἐπαφὴ μὲ ὅ,τι θέλησαν νὰ λατρεύουν, ἀλλὰ ἐμπιστεύθηκαν τὴν Πόλη τους σὲ ἄσχετη ἐκλογὴ μιᾶς διήγησης τοῦ Ἡσίοδου; Ὅταν μιλοῦσαν, καὶ μιλοῦσαν ἀπὸ πολὺ παλιά, γιὰ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο θέαση τοῦ Διονύσου,[451] κανείς δὲν εἶχε δεῖ τίποτα; Ψεύδονταν, καὶ μάλιστα μεταξύ τους, γιὰ τὰ πράγματα αὐτά; Μὲ τέτοια ψεύδη, ὅμως, δὲν θὰ εἶχε γεννηθεῖ ποτέ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ποὺ θαυμάζουμε.