ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ τοῦ πανθέου ξεθώριαζαν καὶ ἡ παλιὰ θρησκευτικότητα κατέρρεε στοὺς τύπους μιᾶς εὐλάβειας ποὺ ὅμως δὲν ἔγινε ποτέ καθαρὰ τυπική. Ὁ τύπος ἀφοροῦσε διαρκῶς λιγώτερο στὸ ἴδιο τὸ πάνθεον, μὲ τὴν οὐσία νὰ μετατίθεται σὲ παράλληλη βαθύτερη γνώση, ἡ ὁποία περιεῖχε τὸ παρερχόμενο τῶν τελετῶν καὶ ὅλης τῆς θρησκείας, ὑπερβαίνοντας καὶ φανερώνοντάς το σὲ πιὸ πραγματικὴ σημασία του καὶ ἀκόμη ἄξιο ὣς ἕνα βαθμὸ στοὺς ἴδιους τοὺς δικούς του ὅρους, ἐνῷ ἤδη εἶχε στραφεῖ καὶ ψηλάφιζε αἰώνια βασιλεία παιδός,[525] ὅπως τὴν ἔβλεπαν νὰ σαρκώνεται.

“Ἔχει γίνει εἰκόνα τοῦ νοεροῦ, Θεὸς αἰσθητός, μέγιστος καὶ ἄριστος, κάλλιστος καὶ τελειότατος, ἕνας οὐρανὸς αὐτὸς ἐδῶ, γιατὶ εἶναι μονογενής”.[526]

 

ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ γιὰ πρώτη φορὰ ἡ ἑλληνικὴ σκέψη διαμορφώνει μὲ ἔνταση μιὰ εἰκόνα τοῦ κόσμου ὡς ἐνσαρκώσεως τῆς θείας σοφίας, ἀνακτῶντας τὴν ἄπειρη[527] ζάθεη[528] γῆ τῆς ἐπικῆς ποίησης σὲ νέα συνειδητότητα. Ἡ δήλωση, Τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι,[529] δὲν καταργεῖ τὰ αἰσθητὰ ὡς τέτοια, ἀλλὰ ἀποδίδει σωματικότητα στὸ νοεῖν: ὁτιδήποτε ὑπάρχει εἶναι ἔννοια καὶ κάθε ἔννοια σωματικὸ ὄν. Τίποτα τὸ ἐνδεχόμενο δὲν κινδυνεύει στὴν κοσμικὴ σφαῖρα, τὴν ὁποία συγκροτεῖ ἔνυλη σκέψη καὶ νοερὴ ὕλη διαρθρωμένη σὲ παντοτινό, φωτεινὸ καὶ πλήρη ὀργανισμό.