Ἐχαμογέλασε γλυκὰ στὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
κι ἐδάκρυσαν τὰ μάτια της κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἑχάθη, ἀλί μου, ἀλλ᾿ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
στὸ χέρι, πού ῾χα σηκωτὸ μόλις ἐγὼ τὴν εἶδα. —
Ἐγὼ ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἔχω πλιὰ τὸ χέρι,
π᾿ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνὸ κι ἐγύρευε μαχαίρι·
χαρὰ δὲν τοῦ ῾ναι ὁ πόλεμος· τ᾿ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μὲ δακρυσμένο μάτι·
κι ὅταν χορτάτα δυστυχιὰ τὰ μάτια μου ζαλεύουν,
ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρὰ τὴν ξαναζωντανεύουν,
καὶ μέσα στ᾿ ἄγριο πέλαγο τ᾿ ἀστροπελέκι σκάει,
κι ἡ θάλασσα νὰ καταπιεῖ τὴν κόρη ἀναζητάει,
ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει,
καὶ βάνω τὴν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —
Καὶ τὰ νερά ῾σχιζα μ᾿ αὐτό, τὰ μυριομυρωδάτα,
μὲ δύναμη ποὺ δὲν εἶχα μήτε στὰ πρῶτα νιάτα,
μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τὰ θηκάρια,
μάχη στενὴ μὲ τοὺς πολλοὺς ὀλίγα παλληκάρια,
μήτε ὅταν τὸν μπομπο-Ἰσοὺφ καὶ τσ᾿ ἄλλους δύο βαροῦσα
σύρριζα στὴ Λαβύρινθο π᾿ ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Στὸ πλέξιμο τὸ δυνατὸ ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(κι αὐτό μοῦ τ᾿ αὔξαιν᾿,) ἔκρουζε στὴν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.