Ἐκλογὲς ἀπὸ τὸν Λάμπρο τοῦ Διονύσιου Σολωμοῦ

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ

I.

«Ἐκειός, ποὺ ἀκούει καὶ τὴ δροσιὰ ποὺ στάει,
» Βλέπει τὰ βάσανά μου, καὶ βογγάει.»

II.

«Βλέπεις τούτους τοὺς τάφους; Καμιὰ μέρα
» Ἐδῶ μέσα καὶ σὺ θὲ νὰ κοιμᾶσαι,
» Ἕως ὅπου ἀπὸ ψηλὰ θέλει βουΐσῃ
» Ἡ σάλπιγγα ἡ στερνὴ νὰ σὲ ξυπνήσῃ.»

III.

«Καὶ δὲ σ᾿ εἶδα ποτὲ δάκρυα νὰ χύσῃς,
» Παρὰ λίγη στιγμὴ πρὶν μ᾿ ἀτιμήσῃς.»

IV.

«Τρέχω καὶ κάνω στὸ δεξί της χέρι
» Αἱματώδη σταυρὸ μ᾿ ἕνα μαχαίρι.»

V.

«Κι᾿ ὅταν ἀκούω ξένο παιδὶ κοντά μου,
» Μάννα, νὰ λέῃ, μοῦ σχίζεται ἡ καρδιά μου.»

VI.

«Νὰ γελᾶ, καὶ νὰ κλαίῃ, καὶ νὰ κοιμᾶται.»

VII.

«Ἀλλὰ πάντα στὴν ἔρημη τὴν κλίνη,
» Πάντα θανάτοι, δυστυχιὲς καὶ θρῆνοι.»

VIII.

«Τραυάω συλλογισμένη ὅλη τὴ μέρα,
» Κ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπ᾿ τὸ φαρμακισμένο δεῖπνο,
» Γιομᾶτο μαῦρα ὀνείρατα τὸν ὕπνο.»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ

IX.

Μοῦ φαίνεται πὼς πάω καὶ ταξιδεύω
Στὴν ἐρμιὰ τοῦ πελάγου εἰς τ᾿ ὄνειρό μου
Μὲ τὸ κῦμα, μὲ τσ᾿ ἄνεμους, παλεύω
Μοναχή, καὶ δὲ εἶσαι εἰς τὸ πλευρό μου·
Δὲ βλέπω μὲ τὸ μάτι ὅσο γυρεύω
Πάρεξ τὸν οὐρανὸ στὸν κίνδυνό μου·
Τόνε τηράω, βόηθα, τοῦ λέω, δὲν ἔχω
Πανί, τιμόνι, καὶ τὸ πέλαο τρέχω.