Ἀγαπῶ τὴν Ἐκκλησία· τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

… Ἐξηγοῦσα σὲ φίλους, ὅτι ἡ αἰσθηματικὴ αὐτὴ τοποθέτηση ἔλυε ὅλα τὰ προβλήματα, ποὺ μπορεῖ νά΄χει ὁ ἄνθρωπος. Ἐκεῖνοι ἔδειξαν πὼς σεβόντουσαν τὰ αἰσθήματά μου σὰ μιὰ ἀπὸ τὶς ἰδιοτροπίες μου, ἀλλὰ δὲν συμφωνῆσαν μαζί μου ὅτι ἡ Ἐκκλησία χωράει τὰ πάντα. Ἀνάφεραν ὅτι, καὶ σὰν ἀρχιτεκτονικὸ κτίσμα καὶ σὰν ἠθικὸς θεσμός, βρισκόταν σὲ παρακμή, στόν τόπο μας σήμερα. Εἶπαν ὅτι οὔτε μιὰ ὄμορφη ἢ ἱστορικὰ σημαντικὴ ἐκκλησία ὑπάρχει, ἐπὶ παραδείγματι στὴν πόλι τους, παρ΄ὅλο ὅτι αὐτή, πρώτη σ΄ ὅλη τὴν Εὐρώπη, ὑποδέχτηκε τὸν Μέγαν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν. Ἐσυνέχισαν τέλος μὲ σχόλια γύρω ἀπὸ τὴ μόρφωση καὶ ἠθικὴ τῶν σημερινῶν ἱερωμένων. Μοῦ θύμησαν τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ πέσαν ἀπάνω μου, σὰν ἀγάπησα μιὰ κοπέλλα, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη τους δὲν ἄξιζε.

Συλλογίστηκα λοιπὸν τὸ θάῤῥος, ἔναντι σὲ κάθε συμβατικὴ κοινωνικὴ ἀξιολόγηση, τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, ποὺ παντρεύτηκε πόρνη καὶ δὲν ἐπιχείρησα ν΄ἀπαντήσω μὲ λογικές, πιθανές, ὀρθὲς ἀντιῤῥήσεις. Τὸ ἐναντίον, ὑπερθεμάτισα σὲ ὅσα ἔλεγαν.