Μπορῶ λοιπόν, μικρό μου ἀρνί,
κοντά σου νὰ πλαγιάσω
νὰ κοιμηθῶ καὶ θαλπωρὴ
ἀθώα νὰ χορτάσω.
Κι ἂν ποτέ συλλογιστῶ
τὸν γλυκύτατο Χριστό,
σὰν ἀρνί θὰ τὸν θρηνήσω.
Κι ὅπως εἶμαι βαφτισμένος
στὸ ποτάμι τῆς ζωῆς,
μὲ χρυσάφι ἀρματωμένος,
θὰ φυλάω νὰ κοιμηθεῖς».

[Μπλέηκ, Τραγούδια της αθωότητας,
μτφρ. Γ. Μπλάνας]