Ἦχος α’. Ῥυθμὸς τετράσημος.

Σένα σοῦ πρέπει ἀφέντη μου καρέκλα καρυδένια
γιὰ ν’ ἀκουμπᾶ ἡ μέση σου ἡ μαργαριταρένια.

Βάλτε μας κρασί νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε.

Καὶ πάλι ξαναπρέπει σου στὰ πεύκια νὰ κοιμᾶσαι,
νὰ πίνεις, νὰ δροσίζεσαι καὶ πάλι ἀφέντης νἆσαι.

Βάλτε μας κρασί νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε.

Καὶ πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν’ ἁρματώσεις,
καὶ τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ νὰ τὰ μαλαματώσεις.

Βάλτε μας κρασί νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε.

Πολλά ‘παμε τ᾿ ἀφέντη μας, ἂς ποῦμε τσῆ κυρᾶς μας·
κυρὰ ψιλή, κυρὰ λιγνή, κυρὰ μαυροματοῦσα,
πὦχεις τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τό φεγγάρια στήθη
καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερό τὤχεις καμπανοφρῦδι.

Βάλτε μας κρασί νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε.

Ἂν ἔχεις κόρη ἔμορφη, βάλτην νὰ μᾶς κεράσει,
νὰ τῆς ‘φχηθοῦμε ὅλοι μας, ν’ ἀσπρίσει, νά γεράσει.

Βάλτε μας κρασί νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε.

Κι ἂν ἔχεις γυιὸ στά γράμματα, βάλτονε στό ψαλτήρι,
νὰ τ’ ἀξιώσει ὁ Θεός, νὰ βάλει πετραχῆλι.

Βάλτε μας κρασί νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε.