Ι

Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς στὴ λύπη του

Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρδος Παραδείσου

Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ’ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ – κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπριζαν παράξενα

Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους κι ἔβγανε ἀπ’ ὅλους

Ἔναν ποὺ τοῦ χαμογελοῦσε τὸν

Ἀληθινόν ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε

Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλίσουν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια

Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ Θεός κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει

Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν καὶ νὰ φεύγουν

Καὶ μιὰ νύχτα θυμᾶται σ’ ὥρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε ὁ λαιμός τοῦ πόντου τόσο ποὺ θολώθη μὰ δὲν ἔστερξε νὰ τοῦ σταθεῖ

Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.

II

Θεέ μου καὶ τώρα τί, Πού ‘χε μὲ χίλιους νὰ παλέψει χώρια μὲ τὴ μοναξιά του ποιός αὐτός, πού ‘ξερε μ’ ἕνα λόγο του νὰ δώσει ὁλάκερης τῆς γῆς νὰ ξεδιψάσει τί