Διὰ τῆς πατροπαράδοτου ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ὄχι μόνον τὰ ἱερὰ ᾄσματα ἔγιναν προσφιλῆ καὶ οἰκεῖα εἰς τὴν ἀκοήν, καὶ ἡ γλῶσσα εἰς ἣν ταῦτα εἶναι γεγραμμένα καταληπτή, ὡς ἔγγιστα, καὶ εἰς τοὺς ἀγραμμάτους, ἄλλα καὶ αὐτὰ τῶν Θείων Εὐαγγελίων τὰ ρήματα διὰ τῆς αὐτῆς μουσικῆς καὶ τοῦ λογαοιδικοῦ αὐτῆς τρόπου κατέστησαν οἰκειότερα εἰς τὴν ἀκοὴν καὶ βαθύτερον πάντοτε εἰσδύουσιν εἰς τῶν ἀκροατῶν τὰς καρδίας.

Ὅθεν ἡ γλῶσσα αὕτη, εἰς ἣν εἶναι γεγραμμένα τότε Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ ᾄσματα, ἔχει τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κόσμον προνόμιον νὰ ἐξακολουθῇ καὶ μετὰ εἴκοσιν αἰῶνας νὰ εἶναι ζωντανὴ εἰς τὴν ἀκοὴν τουλάχιστον.

Ἂς δοκιμάσῃ τὶς νὰ μεταφράσῃ ἓν τροπάριον εἰς τὴν δημώδη, καὶ τότε θὰ ἴδῃ, ὅτι ἡ γλῶσσα, ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωϊκὰ καὶ ἐρωτικὰ ᾄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια. Π.χ. «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος…». Θὰ ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ θὰ γεμίση πνέμμα (ἢ πλέμμα ἢ πλέγμα) καὶ λόγο θὰ βγάλω (διότι πῶς ἄλλως θ᾿ ἀποδοθῆ ἡ μεταφορὰ ἢ ἡ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). «Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον…». Ἀξίζει ἀλήθεια νὰ σὲ καλοτυχίζουμε σένα τὴ Θεοτόκο, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη, καὶ καθαρώτατη, καὶ μάνα τοῦ Θεοῦ μας…