Δυὸ πειρασμοὶ μοῦ ἐπενέβησαν καὶ δυὸ δοκιμασίας ὑπέφερα εἰς μίαν ἡμέραν, κατ᾿ ἐκείνην τὴν ἐκδρομήν. Ἤμην δεκαετὲς παιδίον. Ἅμα ἐφθάσαμεν, μόλις εἶχον ἀναλάβει ἀπὸ τὸν πρώτον κλονισμόν, ἠσθάνθην τόσην χαρὰν καὶ δρόσον ἀπὸ τὴν ἐκλάμπρου ὡραιότητος ἐκείνην τοποθεσίαν, τὴν ὁποίαν τὸ πρώτον ἔβλεπα, ὥστε ἐξεκλέφθην παρευθὺς ἀπὸ τὴν ἄγρυπνον ἐπίβλεψιν τοῦ πατρός μου, ὅστις θὰ ἐπίστευεν ἴσως ὅτι ἴσως εἶχα σωφρονισθῆ ἀπὸ τὴν τρομάραν τῆς πρωίας, κ᾿ ἐπήγα τρελὰ νὰ τρέξω, νὰ χαζέψω, νὰ περιπλανηθῶ, μαζὶ μὲ ἄλλα παιδιά, στοῦ Χαιρημονᾶ τὸ ρέμα.

Ὑψηλὰ ἐπὶ τοῦ λόφου τοῦ περιφανοῦς, τοῦ βλέποντος πρὸς βορρᾶν εἰς τὸ πέλαγος, ἵσταται ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἄνω καὶ κάτω καὶ ὁλόγυρα, πολυσχιδεῖς λόφοι καὶ ράχεις καὶ δειράδες, ὅπου γυμνοί, ἀμαυροί, ἀνεμόπληκτοι βράχοι ἐναλλάσσουσιν ἁρμονικῶς μὲ πλουσίας λόχμας καὶ συστάδας θάμνων, ἀπὸ πρίνους καὶ ἀγριελαίας, καὶ πελωρίους σχοίνους δακρύοντας ἀγριομαστίχην, σχηματίζοντας εἰς καλύβην τοὺς μακροὺς κατηφερεῖς κλώνας των, ὅπου ὄχι σπανίως εὐρίσκουσι πρόχειρον μάνδραν διὰ τὰ κοπάδια των οἱ λιναρόξανθοι μὲ τὰς μακρὰς ράβδους βοσκοί. Κάτω, τὰ κράσπεδα ὅλης της ἀκτῆς φιλοῦσι μὲ ὑγρά, σιαλώδη, μεθυσμένα φιλήματα, μὲ ἀγρίους πόθους καὶ μὲ ἐξάλλους ὁρμάς, μαῦρα καὶ γαλανὰ τὰ κύματα· μέλῃ σειρήνων εἰς τὴν ἐπιφάνειαν καὶ κάλλη σειρήνων, καὶ νηρηίδων ἀνεκλάλητα μυστήρια εἰς τὸ βάθος.