Οὐδαμοῦ ἐφαίνετο ἡ μικρά.

Τὸ βάθος τοῦ ὕδατος ἦτο τρὶς ἴσον μὲ ἀνάστημα ἀνδρὸς καὶ ἡ Ἀθηνιῶ δὲν ἠδύνατο νὰ προχώρηση κατωτέρω.

Ἐν τῷ μεταξὺ εὑρέθη καὶ ὁ κουβᾶς, καὶ κατεβιβάσθη μέχρι τῶν χειρῶν τῆς Ἀθηνιῶς. Αὕτη ἔλαβε τὸ σχοινίον καὶ ἤρχισε νὰ περιστρέφη τὸ ἰβάνιον ἐντὸς τοῦ ὕδατος.

Ἡ θεία-Σοφούλα ὠλόλυζε καὶ ἔσχιζε τὰς παρειάς της. Ἡ καρδία της δὲν ἠσθάνετο πλέον τῆς ἐλπίδος τὴν θαλπωρήν…

Τέλος τὸ ἰβάνιον προσέκοψεν εἰς σῶμά τι ἀνερχόμενον. Ἡ μικρὰ ἀνέβη εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἀλλ᾿ ἦτο ἤδη πτῶμα…

Ἡ κεφαλή της δεινῶς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθεῖσα σφοδρῶς εἰς τὸ ὕδωρ εἶχε κτυπήσει ἐπὶ τοῦ λίθου, ἐζαλίσθη, κατέπιε πολὺ νερὸν καὶ δὲν ἀνῆλθε ταχέως εἰς τὴν ἐπιφάνειαν…

Ἐπὶ τῆς ζωῆς της ἐπαρηγορήθη ἡ θεία-Σοφούλα διὰ τὸ οἰκτρὸν τοῦτο ἀτύχημα. Ἴσα-ἴσα ἡ τελευταία βαπτιστική της!…

Διετήρησε δὲ τὴν πρὸς τὴν ἀθῴαν νεκρὰν στοργὴν τῆς μέχρι εὐσεβοῦς προλήψεως. Ζήσασα ἐπὶ ἱκανὰ ἔτη ἀκόμη, κατεσκεύαζεν ἀνελλιπῶς κατ᾿ ἔτος τὴ Μ. Πέμπτη τὴν κοκκώνα τῆς ἀτυχοῦς μικρᾶς, καὶ τὴν Κυριακὴν τοῦ Πάσχα, ἅμα ἐπέστρεφε τὸ πρωὶ ἀπὸ τῆς λειτουργίας τῆς Ἀναστάσεως, ἤνοιγε τότε μόνον τὸ ἄχρηστον μείναν φρέαρ καὶ ἔρριπτεν εἰς τὸ ὕδωρ τὴν κοκκώνα καὶ τὰ κόκκινα αὐγὰ τῆς μικρᾶς Σοφούλας της.