Αἱ ἄλλαι γυναῖκες καὶ ἡ Ἀθηνιῶ μετ᾿ αὐτῶν, καθ᾿ ὑπερβολὴν διαστέλλουσαι τοὺς βραχίονας, ἔτρεξαν κατόπιν τῆς θεία-Σοφούλας.

-Ἕναν κουβά! ἕνα γιουρδέλι! ἐκραύγαζεν ἔκφρων ἡ γραῖα Σοφούλα.

-Ἕνα τσιγγέλι! ἔκραξε καὶ ἡ Ἀθηνιῶ σκοτισμένη· (ὡς νὰ εἶχε πέσει δηλ. εἰς τὸ φρέαρ τὸ ἰβάνιον, δι᾿ οὗ ἀντλοῦσιν ὕδωρ).

– Τὰ τσιγγέλια νὰ σὲ τραβοῦν, σκύλα! τὴ ἔκραξε μὲ κεραυνοβόλον βλέμμα ἡ Θεία-Σοφούλα. Μοῦ ἔπνιξες τὸ παιδί.

Ἡ γραῖα τῷ ὄντι δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐννοήση ὅτι τὸ δυστύχημα ὠφείλετο εἰς τὴν ἀπροσεξίαν τῆς δουλεύτρας της.

– Νὰ καταβῶ ἐγὼ στὸ πηγάδι, νοννά, τῇ εἶπεν ἡ Ἀθηνιῶ.

Ἐπειδὴ ἐβράδυνε νὰ φανῆ πουθενὰ κουβάς, διότι εἶναι γνωστὸν πόσον οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς δεινὰς περιπτώσεις, καὶ ἐνῷ μία τῶν γυναικῶν ἔτρεχεν ἀπ᾿ ἐκεῖ, ἄλλη ἀπ᾿ ἐδῶ, καὶ ἡ μικρὰ ἐν τῷ μεταξὺ ἐπνίγετο, ἡ Θεία-Σοφούλα ἐπέτρεψεν εἰς τὴν Ἀθηνιῶ τὴν χάριν ταύτην. Εἴξευρε δὲ ἄλλως ὅτι εἰς τοῦτο, καθὼς καὶ εἰς πᾶσαν ἄλλην ἐργασίαν εἰς τοὺς ἄνδρας μᾶλλον ἁρμόζουσαν, ἦτο ἐπιτηδεία.

Ἡ Ἀθηνιῶ λοιπὸν ἐσήκωσε τὰ φουστάνια της ὑπεράνω τοῦ γόνατος, καὶ πατοῦσα εἰς τὰς γνωστὰς αὐτῇ ἐσοχᾶς τοῦ ἐσωτερικοῦ λιθοκτίστου τοῦ φρέατος, τὰς ἐπίτηδες κατασκευαζομένας εἰς πᾶσαν ὀρυχὴν φρέατος, κατῆλθε μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὕδατος.