Πέρα ἀπὸ τὶς ἀρετὲς τῆς ἔκφρασης, τὸ χριστουγεννιάτικο διήγημα τοῦ κυρ-Ἀλέξανδρου ἀκολουθεῖ τὸ μοτίβο δικαίωση τοῦ ἀθώου / θεία δίκη τοῦ πονηροῦ. Πιὸ σημαντικὴ ὅμως εἶναι ἡ ἀντίστιξη γιορτῆς καὶ καθημερινότητας. Ἡ καθημερινότητά μας ἀποδεικνύεται καὶ στὸ διήγημα νὰ ἀκολουθεῖ τὶς δικές της ροπές, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν σταθερότητα τῆς ποιότητας καὶ τῆς ταυτότητας τῆς γιορτῆς. Ἡ δική μας πραγματικότητα εἶναι περαστική, εἰρωνικὴ καὶ θλιβερή, ἕνας κόσμος γεμάτος μικρότητες, ἀξιοθρήνητος, ποὺ σχεδὸν σὰν ἀπὸ σύμπτωση τὸν καιρὸ τῆς γιορτῆς ἔρχεται σὲ ἐπιδερμικὴ ἐπαφὴ μὲ κάτι πιὸ ὑψηλὸ καὶ ἱερό, καὶ βιαστικὰ τὸ προσπερνάει.

*

[…] Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου; Εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στείρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίη διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δυὸ ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέση περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰπούσαι αὐτῇ, ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπῶν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.