Ἡ γκρίνια γεννᾶ γκρίνια καὶ ἡ δοξολογία γεννᾶ δοξολογία… Ὅσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει… Μπορεῖ κανεὶς ὅλα νὰ τὰ γλεντάη πνευματικὰ μὲ δοξολογία καὶ νὰ ἔχη τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ… Ἡ γκρίνια ἔχει κατάρα. Εἶναι σὰν νὰ καταριέται ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του…

Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται, ἂν γευθοῦμε ἢ ὄχι τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός. Πῶς ὅμως νὰ τὶς γευθοῦμε, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει λ.χ. μπανάνα καὶ ἐμεῖς σκεφτόμαστε τί καλύτερο τρώει ὁ τάδε ἐφοπλιστής;

Πόσοι ἄνθρωποι τρῶνε μόνον ξερὸ παξιμάδι, ἀλλὰ μέρα-νύχτα δοξολογοῦν τὸν Θεὸ καὶ τρέφονται μὲ οὐράνια γλυκύτητα! Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἀποκτοῦν μιὰ πνευματικὴ εὐαισθησία καὶ γνωρίζουν τὰ χάδια τοῦ Θεοῦ.

Ἐμεῖς δὲν τὰ καταλαβαίνουμε, γιατὶ ἡ καρδιά μας ἔχει πιάσει γλίτσα καὶ δὲν ἱκανοποιούμαστε μὲ τίποτε. Δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ εὐτυχία εἶναι στὴν αἰωνιότητα καὶ ὄχι στὴν ματαιότητα…

Εἶναι μεγάλο πράγμα ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τούτη τὴν ζωὴ νὰ νιώθη μέσα του ἕνα μέρος τῆς χαρᾶς τοῦ Παραδείσου. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ πετύχουμε αὐτό· δυστυχῶς ὅμως ὁ ἐγωισμὸς μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὸ πνευματικὸ αὐτὸ μεγαλεῖο.