Γυναῖκες ἦσαν ἐαρινές, ποὺ κλεῖναν μύρα

καὶ τάχυναν στ’ ἀέρινα ποδάρια,

αὐτές, ποὺ σούρνοντο μετὰ στὰ περιβόλια

ν’ ἀνθοκομήσουν γιὰ τὸ νεκρὸ Σῶμα…

Γυναῖκες ἦσαν, ποὺ ὅσο κι ἂν χωρίζαν

τὶς μοῖρες τους, (κι’ ἡ μιὰ ξεχνιέται σ’ ἔγνιες,

κι’ ἡ ἄλλη διαλέγει τὴν καλὴ μερίδα),

ὅμως κι’ οἱ δυό τους τὴ θανὴ δουλεῦαν.

Χριστέ μου, ἂς γίνει κι’ οἱ ψυχές μας νἄχουν

συμπόνιες, σὰν ἐκεῖνες τὶς γυναῖκες·

νὰ μαλακώσουν οἱ ἔχθρητες· καὶ νὰ δεχθοῦμε

μιὰν ἄξια Ἀνάσταση, πολὺ γαληνεμένη.

Τάκης Παπατσώνης, ἀπὸ τὴν Ἄλλη του πλευρά