Ἀκούω τὴν σειρὰ τῆς Harmonia Mundi, “Ἱστορία τῆς Μουσικῆς”.

Τὸ πρῶτο CD (HMX2908163) παρουσιάζει κυρίως τὴν μουσικὴ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας καὶ τοῦ Βυζαντίου.

Δὲν μπορῶ νὰ ἐπαινέσω τοὺς ὑπεύθυνους γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν Βυζαντινῶν ἔργων, διότι εἶναι αὐτονόητο γιὰ ὅσους ἔχουν στοιχειώδη παιδεία, ὅτι ἂν χρειάζεται νὰ ἐπιλέξεις 20 λεπτὰ ἀντιπροσωπευτικῆς Βυζαντινῆς ὑμνωδίας, τὸ Πάσχα θὰ ἔχει τὸν κύριο καὶ ἴσως τὸν μόνο λόγο. Οἱ ἐπιμελητὲς τῆς σειρᾶς ἔπραξαν τὸ αὐτονόητο, καὶ ἀξίζει νὰ ἀκούσουμε πῶς πραγματοποίησαν τὴν ἐπιλογή, μὲ ποιὲς ἑρμηνεῖες, γιατὶ εὐτυχῶς δὲν χρησιμοποίησαν κάποιο ἑλληνικὸ συγκρότημα, ἔτσι δίνοντας εὐκαιρία νὰ προσέξουμε τί ἐνδέχεται νὰ συμβαίνει ὅταν κανεὶς προσπαθεῖ νὰ σπουδάζει μιὰ ξένη παράδοση.

Τῆς ἑρμηνείας τῶν ἀλλοδαπῶν κύριο μειονέκτημα δὲν εἶναι τὰ σπασμένα ἑλληνικά, κι ἂς κάνουν φρικτὴ ἐντύπωση ἀμέσως. Ὅ,τι ἀποδιώχνει βαθειὰ ἕναν Ἕλληνα, ἀποκρουστικὸ ἀπολύτως, εἶναι ἡ ὑπερβολὴ τοῦ δράματος, ὁ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμός, κατάσταση ταιριαστὴ μὲ τὴν ἀπελπισία ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν σοβαρή, σεμνὴ καὶ σοφὴ λύπη, ποὺ χαρακτηρίζει τοὺς ὕμνους αὐτοὺς στὴν δική μας φωνή.