Τὸ Never let me go εἶναι μιὰ ταινία γιὰ τὴν θλίψη, δείχνοντας πόσο συμμετέχει τὸ βίαιο καὶ τὸ ἀναπόφευκτο στὴν οὐσία της, καὶ ὅτι οὐσία της εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς πραγματικότητας. Μερικοὶ δὲν τὸ ἀντέχουν αὐτό: «καλογυρισμένη και με καλές ερμηνίες αλλά γιατί να πάθω κατάθλιψη; γιατί να το δω; γιατί να γίνει αυτή η ταινία; Ποτέ Ποτέ ξανά!»

Ἡ ἐργασία σκηνοθέτη καὶ ἠθοποιῶν ἄψογη, ἰδίως τοῦ πρωταγωνιστικοῦ ζεύγους. Χωρὶς τὶς ἑρμηνεῖες αὐτές, μὲ τόση ἱκανότητα ὁδηγημένες ἀπὸ τὸν σκηνοθέτη Μὰρκ Ρόμανεκ, ὁ θεατὴς ποὺ ἐξεγείρεται δὲν θὰ ἔφτανε ποτὲ νὰ φοβηθεῖ τὰ αἰσθήματά του.

Ἡ ταινία κάνει νὰ μή πιστεύεις, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἔζησαν τόσα χρόνια σὲ τόση θλίψη, ὅπως σ’ ἕνα χῶρο ποὺ μόνο μέσα του ὑπάρχει ἀκόμα καὶ ἡ χαρά. Κι ὅταν ἡ θλίψη χανόταν γιὰ λίγο, ἦταν γιὰ νὰ φανεῖ μὲ περισσότερη δύναμη, γιατὶ πάντα βρισκόταν πίσω ἀπὸ ὅλα, μέσα σὲ ὅλα, πέρα ἀπὸ ὅλα, ὅμως ὄχι ὡς ἀσθένεια. Γι’ αὐτὸ διστάζω νὰ χρησιμοποιήσω τὸν ὅρο κατάθλιψη, ποὺ ἀναφέρεται συνήθως σὲ ψυχοπαθολογικὲς καταστάσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἴσως ἐκδηλώνονται ἀδιέξοδα τοῦ ἀχαλίνωτου ἐγωϊσμοῦ.