“Τί ἤτανε, ἀληθινά, ἐκεῖνο τὸ Βυζάντιο, ἐκείνη ἡ Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος! … Μοναχὰ τὸ Βυζάντιο κατέβασε στὴ γῆ τὴν οὐράνια ἁρμονία.”

Διαβάζοντας τὶς φράσεις αὐτὲς τοῦ Κόντογλου (Βυζάντιο, Ἡ Ἁγιασμένη Πολιτεία) ἀποροῦμε, ἐπειδὴ μιὰ ἄλλη ἁρμονία, ἐκείνη τῶν κτηνῶν τῶν τετράποδων ποὺ τάχα βουλεύονται, δὲν γνωρίζει τὸ Βυζάντιο παρὰ ὡς συνώνυμο τῆς δολοπλοκίας…

Τί συμβαίνει ἐδῶ ἄραγε; Μήπως πρόκειται γιὰ δύο ἄκρα, ἀπὸ τὴ μιὰ ἐξιδανίκευση τοῦ Κόντογλου, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀκραία ‘ἀπομύθευση’; Πιστεύω πὼς ἕνα παράδειγμα καθημερινὸ ἴσως βοηθοῦσε.

Ἂς σκεφτεῖ καθένας τὸν φίλο του ποὺ θαυμάζει περισσότερο. Ὅσο ἰδανικὸς κι ἂν εἶναι, ἀποκλείεται νὰ μὴν ἔχει ἐλαττώματα, ἴσως καὶ σημαντικά. Τὸν θαυμάζουμε ὅμως ἐπειδὴ ἔστω μία ἀρετὴ εἶναι ὅ,τι κυρίως μᾶς ἐνδιαφέρει, γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου παραβλέπουμε κάθε μειονεξία.

Ἀπορρίπτουμε ἀνθρώπους μὲ πολλὲς ἀρετὲς ἐπειδὴ τοὺς λείπει ἡ μία ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει καὶ ὅλα μᾶς φταῖνε, τὸ παραμικρό τους ἐλάττωμα γίνεται ἀφόρητο — καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἂν κάποιος καλύπτει τὸ κυριώτερο, τότε τὸ πιὸ ἐνοχλητικό του ἐλάττωμα γίνεται σὰν ἕνα τίποτα, σχεδὸν δὲν προσέχουμε πιὰ τὰ ‘παραπτώματα’ ἢ τὰ λησμονοῦμε σὰν νὰ μήν εἶχαν γίνει ποτέ, καὶ πάντα εἴμαστε πρόθυμοι νὰ δικαιολογήσουμε…