Ἀπὸ τὰ στοιχεῖα

“ΠΑΝΩ σὲ ποιά βάση, διαφορετικὴ ἀπὸ μιὰ προσωπικὴ πίστη (‘πεποίθηση’!), ἢ μιὰ κοσμο–ἱστορικὰ ἐπαρχιακὴ προκατάληψη, θὰ κρίνουμε ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ Πασκὰλ ἢ τοῦ Κίρκεγκωρ εἶναι σεβαστός, καὶ ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ Χομεϊνὶ δὲν εἶναι;” Ὁ Καστοριάδης χαρακτηρίζεται ἀπὸ αὐστηρή, τίμια καὶ συνήθως εὐφυῆ σκέψη, ὅμως δὲν φαίνεται νὰ θέτει στὸν ἑαυτό του τὸ ἐρώτημά του, ὁπότε θὰ καταλάβαινε ἀμέσως γιὰ τὴν ἀπάντηση ποὺ δίνει, ὅτι μόνο προφανὴς δὲν εἶναι, ἀποφεύγοντας τὸν ἐξυπνακισμό, ποὺ ἂν μή τι ἄλλο δὲν τοῦ ταιριάζει: “πάνω σὲ ποιά βάση, διαφορετικὴ ἀπὸ μιὰ προσωπικὴ πίστη (‘πεποίθηση’!), ἢ μιὰ κοσμο–ἱστορικὰ ἐπαρχιακὴ προκατάληψη, θὰ κρίνουμε πὼς ὀφείλουμε σὲ κάθε πίστη τὸν ἴδιο ἢ κανένα σεβασμό;”

Ὅλες οἱ δυνατότητες ἀνοιχτές. Ὁ Θεὸς ἐνδέχεται νὰ μήν εἶναι μιὰ ἀνθρώπινη ἐπινόηση, ἀλλὰ πράγματι νὰ ὑπάρχει ὁ ἴδιος καθεαυτόν, καὶ δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Πασκὰλ καὶ τοῦ Κίρκεγκωρ. Φαίνεται ὅμως ὅτι στὸν Καστοριάδη τὸ ζήτημα προκαλοῦσε ὕπνο δίχως ὄνειρα. Ἂν ὑπῆρχε ἔστω νοσηρὴ ἐμπλοκή, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Νίτσε, τότε ὅσο ἄδικες ἂν ἦσαν οἱ ἐπιθέσεις, θὰ εἶχαν τοὐλάχιστον κάποιο ἐνδιαφέρον. Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι αὐτὸ ποὺ πρῶτο ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν Καστοριάδη ὅταν θίγονται θεολογικὰ ζητήματα, ὥστε ὁ νουνεχὴς γνωρίζει ὅτι τὸ καλύτερο θὰ ἦταν νὰ ἀλλάξει σελίδα.