Ἱστορίες “θαυματοποιῶν” ἀνθρώπων ἢ “θεῶν” ποὺ ἐνανθρωπίζονται καὶ παρεμβαίνουν στὰ ἀνθρώπινα, εἶναι πολὺ συχνὲς σὲ πολλὲς θρησκευτικὲς παραδόσεις.

Τὸ διαφορετικὸ στὴν ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία εἶναι ὁ ἀποκλεισμὸς ἐκδοχῆς ἢ χρήσης τῶν σημείων τοῦ Χριστοῦ ὡς “θαυμάτων”: Ἀποκλείεται δηλαδὴ νὰ ἐκληφθοῦν καὶ νὰ λειτουργήσουν τὰ σημεῖα σὰν πειστήρια γιὰ νὰ καταστεῖ ἀναντίρρητη (ὑποχρεωτική, ἀνελεύθερη) ἡ ὑποταγὴ στὸ “κύρος” τοῦ Χριστοῦ, τῶν μαθητῶν του, τῆς διδασκαλίας του (Πρβλ. Ματθ. 4.1-11).

Γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τὰ σημεῖα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Χριστὸς … ἀποκαλύπτουν ἕναν τρόπο ὑπάρξεως ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ πραγματοποιεῖται ἀπὸ ἄτομο τῆς ἀνθρώπινης φύσης (ἄνθρωπο κατὰ πάντα), δὲν ἀποκλείεται νὰ καθίσταται ἐφικτὸς (ἐνδεχομένως – [δηλαδή:] ὄχι δίχως προϋποθέσεις) σὲ κάθε ἄνθρωπο.

Ἡ [θέση αὐτή, γιὰ τὴν] μετάθεση τῶν σημαινομένων ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ἀποκλειστικότητα στὴν καθολικὴ δυνατότητα δὲν εἶναι αὐθαίρετη οὔτε συνιστᾶ ἰδεολογικὴ ἑρμηνεία. Ἱστορικὸ ρεαλισμὸ διεκδικεῖ ὄχι μόνο ἡ μαρτυρία τῶν σημείων (ποὺ δὲν ἀμφισβητήθηκε ἀπὸ τοὺς συγχρόνους της), ἀλλὰ καὶ ἡ βεβαίωση τῶν αὐτοπτῶν γιὰ τὴ θεληματικὴ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐξαρτήσει τὰ σημεῖα-ἔργα του ἀπὸ τὴν ἀτομική του ἱκανότητα ἢ καὶ ἀπὸ τὴν ὑπαρκτική του ταυτότητα (πρβλ. Ἰωάν. 14.12: Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει καὶ μείζονα τούτων ποιήσει). Αὐτὴ ἡ ἐμφατικὰ μαρτυρούμενη θεληματικὴ ἀποσύνδεση τῶν θαυμαστῶν ἔργων ἀπὸ τὸν αὐτουργό, ἡ ἑκούσια παραίτηση ἀπὸ κάθε ἀτομικὸ ἴδιον τέλος, ἀκόμα καὶ ἀπὸ κάθε διεκδίκηση ὑπαρκτικῆς αὐτονομίας δηλώνει, ἀκριβῶς, ἕναν καινούργιο (ἀποκαλυπτικὸ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα) καθολικὰ προτεινόμενο τρόπο ὑπάρξεως, ποὺ ἀποτελέσματά του εἶναι τὰ σημεῖα