Ἐκτιμάω τὴν προαίρεση ἑνὸς φίλου, ὁ ὁποῖος δίνει καὶ σὲ πρεζάκια ἐπειδὴ ἔτσι καταλαβαίνει ὅτι ἀποκτάει ἕνα δικαίωμα νὰ τοὺς πιάσει τὸ χέρι καὶ νὰ τοὺς πεῖ νὰ προσέχουν. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ ὀργανωμένη ὡς ἐπιχείρηση ἐπαιτεία δὲν καταργεῖται μὲ τὴν ἀποθέωση τῆς καχυποψίας, τῆς σκληρότητας καὶ τῆς μικροψυχίας, καταργεῖται μὲ τὴν πρόοδο τοῦ κοινωνικοῦ βίου.

Ἔχει εἰπωθεῖ ἐπίσης, ὅτι δίνοντας μετατρέπεις τὸν ἄλλο σὲ ἐπαίτη. Μοιάζει εὔλογο, καὶ εἶναι σόφισμα τῆς ἀνελέητης προαίρεσης. Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ βρεῖς στὸν ἄλλο θέση ἐργασίας ἢ μὲ ὅποιο τρόπο νὰ στηρίξεις ἐδῶ καὶ τώρα τὴν αὐτάρκειά του, τουλάχιστον ἀποκρίνεσαι ἄμεσα στὴν ἀδυναμία, ἔπειτα σκέφτεσαι ἐπίσης τὸ μέλλον, πῶς θὰ μποροῦσες νὰ συμπαρασταθεῖς πιὸ οὐσιαστικά.

Αὐτὸ ὅμως δὲν ἔχει ἐφαρμογὴ μὲ τοὺς ἀγνώστους ποὺ συναντᾶμε στὸν δρόμο, ὁπότε ἡ ἄρνηση τῆς βοήθειας σὲ αὐτούς, ἀγνοῶντας σὲ τί ἀνάγκη βρίσκονται, ἂν πεινᾶνε, ἂν εἶναι ἄρρωστοι, νὰ ἐγκαταλείπονται γιὰ νὰ μὴ μεταβάλλονται σὲ ἐπαῖτες, σημαίνει ἀνοησία καὶ ἀπανθρωπιά.

Γιὰ τὸν ἴδιο ποὺ προσφέρει, ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι τὸ κάνει μὲ ἁγνὴ διάθεση, ἡ προσωπικὴ ὠφέλεια παραμένει ἀμείωτη σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, ὅπως τὸ λέει ὁ Χριστός, “νὰ γίνετε παιδιὰ τοῦ πατέρα σας στοὺς οὐρανούς, γιατὶ αὐτὸς ἀνατέλλει τὸν ἥλιο του σὲ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς, καὶ βρέχει σὲ δίκαιους καὶ ἄδικους” (Ματ. 5, 45). Ἀντιστοίχως, γιὰ ὅποιον δίνει βεβιασμένα, τὶς λίγες φορὲς ποὺ τὸ κάνει κι αὐτό, ἀπὸ ἠθικὴ ὑποχρέωση, ἐνοχές, κτὅ, ἡ προσωπικὴ ζημιά του δὲν ἀλλάζει, ἀκόμη κι ἂν βοηθάει μόνο ὅσους πραγματικὰ χρειάζονται βοήθεια.