Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ χρονιὰ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀρχίζει τὸν Ἰανουάριο ἀλλὰ τὸν Σεπτέμβριο, κι ἔτσι ἔχουμε δύο ἐπίσημες εὐκαιρίες ἐπίγνωσης, τί δίνει ὁρμὴ στὸν νέο χρόνο. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἡ γιορτή, μεγάλωμα τῆς συνείδησης, ποὺ ἂν δὲν συμβαίνει ὁ ἄνθρωπος καταντάει νεκρὴ ψυχή, ὅπως περιγράφεται στὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλοιώνει τὰ πράγματα διαβάλλοντας τὴν ἴδια τὴν ἁγιότητα:

“Ἦρθε ὁ Ἰωάννης (ὁ Βαπτιστὴς) χωρὶς νὰ τρώει καὶ χωρὶς νὰ πίνει, καὶ λένε ‘ἔχει δαιμόνιο’. Ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου τρώγοντας καὶ πίνοντας, καὶ λένε, ‘Νά ἕνας ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν’” (Ματθ. 11.18-19 — Πρβλ. τὰ στοιχεῖα, στὴν σ. 343 κ.ἑ.)

Στὴν νεκρὴ ψυχὴ ὁ Λόγος ἀντηχεῖ σὰν θόρυβος, τὰ πλάσματα συνωστίζονται, μάταιες, ἐνοχλητικὲς ἢ κι ἐχθρικὲς παραλλαγὲς καὶ ἐπαναλήψεις τοῦ τετριμμένου, ἡ ἄσκηση ἁλυσσοδένει στὴ βία, τὴν φυσίωση ἢ τὴν ἀγωνία, μέχρι νὰ χαλαρώσει στὴν ἁπλὴ ἀνία, τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καταντοῦν μάγια καὶ μηχανισμός, κατόπιν ὑποχρέωση καὶ συνήθεια, στὸ τέλος καθαρὸ μηδέν. Τότε ἡ ἰδεολογία, γιὰ νὰ μή κλονιστεῖ ἀπὸ τὶς ἀθετήσεις της, κάνει δικαιοσύνη τὴν πονηριά: