Η εξοχότερη ως προς το πάθος δραματική πράξη εξελίσσεται μπρος στα μάτια σας σάμπως υφασμένη μαζί με τις στερεότυπες βιοτικές μικρολογίες. Οσηδήποτε κι αν είναι η συγκίνηση που πηγάζει απ’ αυτήν ή το ενδιαφέρον, η πορεία της καθόλου δεν εμποδίζει τα πρόσωπα του έργου να πιουν το τσάι ή να καθίσουν σε δείπνο όταν φτάσει η καθορισμένη ώρα. Στο “Σπίτι της Κούκλας” νεαρή μητέρα, η Νόρα, μπαίνει στο δωμάτιο φορτωμένη με ψουνίδια. αφού είναι παραμονή των Χριστουγέννων. Σε λίγο τη βλέπετε να παίζει με τα παιδιά της, να κρύβεται κάτω από το τραπέζι, να γελά, να τραγουδά, σαν να ήταν μια αληθινή μητέρα, μόνη με τα παιδιά της μέσα στο κλειστό σπίτι, χωρίς να σκοτίζεται διόλου για τους εκατοντάδες θεατές που την βλέπουν.

Και, όμως, η τόσο ανύποπτη και χαριτωμένη αυτή κοπελίτσα μάλλον παρά γυναίκα προχωρεί προς τραγικότατο τέλος: Στο σύζυγό της επιδόθηκε επιστολή, που πρόκειται να ανοιχθεί ύστερα από κάποιες ώρες, και το αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτα καταστροφικό. Κίνησε κάθε τι να το αποτρέψει, εκτός, όμως, μάταια. Και δεν της απομένει τίποτε άλλο, παρά μόνο να πεθάνει μόλις περάσει η προθεσμία. “Να μην τον ξαναδεί ποτέ πια το σύζυγό της, ποτέ, ποτέ, ποτέ! Και τα παιδάκια της, να μην τα ξαναδεί ποτέ πια και αυτά, ποτέ! Αχ! αυτό το χιονόψυχρο νερό, το μαύρο! Ωχ! αυτό το πράγμα… αυτό το πράγμα χωρίς βυθό. Αχ! αν περνούσε μόνο!…” Αλλά πρέπει να πάει στο χορό η Νόρα, να χορεύσει μια ταραντέλα. Και τη χορεύει με τόση απελπιστική ευθυμία, ως άνθρωπος που πρόκειται όπου να’ ναι ν’ αποθάνει!… Παρατηρεί το ρολόι της- είναι πέντε το απόγευμα. Ως τα μεσάνυχτα εφτά ώρες ακόμη. Έπειτα, ακόμη εικοσιτέσσερες ώρες ως τα επόμενα μεσάνυχτα… “εικοσιτέσσερες και εφτά! έχω τριάντα και μια ώρα να ζήσω”.