Έτσι διέγραψε δύο με ύψιστη ψυχολογική λεπτότητα επεξεργασμένες εικόνες, οι οποίες, με τη μεταξύ τους αντίθεση, προκαλούν ακαταμάχητο ποιητικό θέλγητρο. Αλλά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα του δράματος, παρουσιασμένα με τέχνη, συνεισφέρουν από τη μεριά τους στην τελείωση της μεγαλόπρεπης εικόνας που εξελίσσεται μπρος στα μάτια μας. Ήδη, όμως, προτού δημοσιεύσει το δράμα αυτό, ο Ίψεν είχε εισέλθει με την “Κωμωδία του Έρωτα” στη νέα χώρα, στη χώρα του φιλοσοφικού σατυρικού δράματος, στο οποίο φαίνεται ότι η μεγαλοφυΐα του με πολλή ευχαρίστηση ζει και με πειρακτικές κοροϊδίες, συγχρόνως, όμως, με την πιο βαθιά σοβαρότητα, ελέγχει τα κοινωνικά ζητήματα του καιρού. Κεντρική ιδέα αυτού του δράματος αποτελεί ο θεσμός του συνοικεσίου, από το οποίο, όπως συμβαίνει και σήμερα, λείπει η ελευθερία, ο έρωτας και η ευτυχία.

Αμείλικτα καυτηριάζει ο Ίψεν στις σκηνές του το ψέμα και την υποχρεωτική προσποίηση ανθρώπων -καλών κατά τα άλλα-, οι οποίοι μια και υπέκυψαν από συνήθεια στο ζυγό ενός γάμου, κατόπιν υποκρίνονται την ευτυχία, την οποία, όμως, έχασαν από τη στιγμή που πουλούσαν την ελευθερία τους στο συμφέρον. “Λένε ψέματα στον εαυτό τους και στους άλλους όλους· το ψέμα τους τριγυρνά στους δρόμους, χωρίς κάποιος να το κατηγορεί. Είναι ναυαγοί, και, όμως, φαίνονται σαν Κροίσοι στην ευτυχία τους. Αυτοεξορίστηκαν από τον Παράδεισο – βυθίστηκαν ως τα αφτιά μέσα στο θειάφι της Κόλασης, κι όμως ο καθένας τους με ευχαρίστηση αυτοαποκαλείται ιππότης της Εδέμ, και δεν αφήνει το γέλιο από τα χείλη του. Προβάλλει, όμως, ορμητικά ο Βεελζεβούλ, με κέρατα, με αλογίσιο πόδι, χλευαστικά μουγκρίζοντας. Τότε ο καθένας σκουντά το διπλανό του με τον αγκώνα: Ε, συ! Αποκαλύψου! Γιατί, βλέπεις εκεί. Έρχεται ο κύριος”.