Στη Δυτική Ευρώπη ανάμεσα στον 11ο και τον 14ο αιώνα αναπτύχθηκαν πεσιμιστικές δυϊστικές τάσεις, που μοιάζει να απηχούν την πλατωνική αντίθεση ύλης και πνεύματος, ίσως με τη μεσολάβηση γνωστικών και μανιχαϊστικών θεωρήσεων των πρώτων χριστιανικών αιώνων.

Οι μεσαιωνικές δυϊστικές αιρετικές κοινότητες απέδιδαν την υλική πραγματικότητα στον Διάβολο, οπότε ο άνθρωπος έμοιαζε εμπαιζόμενος, παγιδευμένος στον κόσμο όπως σε κόλαση. Τα Μυστήρια της Εκκλησίας επικρίνονταν ως στερούμενα σωτηριολογικής αξίας, η προσκύνηση του Σταυρού καταδικαζόταν ως ειδωλολατρία, ο γάμος αποφευγόταν για να μην διαιωνίζεται η φυλάκιση στην κακία της υλικότητας.

Ιδίως στη νότια Ευρώπη ανάμεσα στον 12ο και τον 14ο αιώνα αναπτύχθηκαν αιρετικές κοινότητες, τις οποίες η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συμπεριέλαβε υπό το γενικό όνομα των ‘Καθαρών’, γνωστών στη Γαλλία και ως Αλμπιγένσιων –από την πόλη Άλμπι, όπου είχαν ιδιαίτερη ισχύ. Οι ιδεολογικές ρίζες τους ίσως ανάγονται στους Παυλικιανούς της Αρμενίας μέσω της σλαβονικής αίρεσης των Βογομίλων (‘Φίλων του Θεού’), αν και η σύνδεση αυτή τείνει να θεωρείται αμφίβολη από τη νεότερη έρευνα. Μεταξύ τους δεν ονομάζονταν ‘Καθαροί,’ αλλά ‘Αγαθοί Άνθρωποι’ και ‘Φίλοι του Θεού,’ αναγνωρίζοντας τον εαυτό τους στην πλευρά του αγαθού Θεού της Καινής Διαθήκης, απέναντι στον υποτιθέμενα κακό Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, συνήθως ταυτιζόμενο με τον Σατανά. Στη σκέψη τους κυριαρχούσε η αντίθεση πνεύματος και ύλης ως απόλυτη, οπότε στον αγαθό Θεό απέδιδαν τη δημιουργία μόνο της πνευματικής πραγματικότητας.