ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΕΣ ἡ ἀρχαιότητα εἶναι ἐλευθερία καὶ συζήτηση, ἂς ἐκτελέστηκε ἀκόμα κι ὁ Σωκράτης, ἐνῷ ὁ χριστιανισμὸς δόγμα καὶ δεισιδαιμονία. Μπορεῖ κανεὶς νὰ σκεφτεῖ ἕνα καθοριστικὸ ἐρώτημα: γιὰ ποιό λόγο ἡ ἀντίληψη περὶ ‘δογματικοῦ χριστιανισμοῦ’ καὶ ‘φιλελεύθερης ἀρχαιότητας’ δὲν προέκυπτε παλαιότερα, ὅταν “πολιτισμὸς ἐσήμαινε ἀκριβῶς ἑλληνισμός, μὲ ὅλες τὶς εἰδωλολατρικὲς ἀναμνήσεις του, τὰ πνευματικὰ ἤθη καὶ τὰ αἰσθητικά του θέλγητρα”,[121] καὶ ὅταν ὁ κίνδυνος ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῆς παράδοσης δὲν ἦταν μόνο πολιτισμικός: “γιὰ νὰ γίνεις τότε χριστιανός, χρειαζόταν μεγάλο θάρρος, χρειαζόταν ψυχικὴ ἑτοιμασία νὰ γευθεῖς στὸ στόμα σου τὸ ἴδιο σου τὸ αἷμα, νὰ δεῖς μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια τὴν γυναίκα σου καὶ τὰ παιδιά σου νὰ βασανίζονται καὶ νὰ κατακρεουργοῦνται πλάϊ σου. Ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ δὲν ἐμπόδισε τοὺς Ἕλληνες νὰ προσέλθουν στὸν Χριστό”.[122] Στὴν Δύναμη τοῦ μαρτυρίου ἱδρύθηκε ἡ ἑλληνικὴ Λειτουργία.