ΜΕΤΟΧΗ τῶν ἀνθρώπων στὶς θεῖες δυνάμεις μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἀναγνωρίζονται γένος Θεοῦ, καὶ ἡ διαρκὴς συνομιλία μὲ τὸ θεῖο μαζὶ καὶ ἀνθρώπινο πρόσωπο τῆς πατρικῆς Ἀρχῆς, εἶναι ὁ φυσικὸς χῶρος τῶν πλατωνικῶν Ἰδεῶν[551] — ἀδύνατος, ἂν ἀντὶ γιὰ “πατέρα ἀνθρώπων ἐπίσης καὶ θεῶν”,[552] “ποιητὴ καὶ πατέρα αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ παντός”,[553] ὑπῆρχε φρικτὸ τέρας, εἴτε ἀπρόσωπη ‘μιὰ ἀνώτερη δύναμη’, ἢ καὶ ἁπλὴ ἀκαταληψία, κι ἂν ἡ στενὴ συνάφεια Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲν ἀποκάλυπτε τὴν παρουσία τῶν Ἰδεῶν ἔνσαρκη, προσωπική, παιδαγωγικὴ καὶ ἐρωτική.

“Τοὺς ὁμηρικοὺς θεοὺς δὲν τοὺς δημιούργησε κάποια ἠθικὴ τάση … [χάρη στὴν ζωντανὴ ἐγγύτητα τῆς θείας παρουσίας] ὁ ἄνθρωπος [ἀναγνωρίζει τὴν συγγένειά του μὲ τὸν Θεό, ὥστε οἰκειοποιούμενος τὴν φύση του ὡς θεία φύση δὲν διστάζει καὶ νὰ] ἐξεικονίζει στοὺς θεοὺς τὸν ἑαυτό του σ’ ὅλη του τὴν ποικιλία καὶ τὴν πολυμορφία, τὴν τροπὴ τοῦ νοῦ του, τὴν ἰδιοσυγκρασία του, ἀκόμη καὶ τὶς ἰδιοτροπίες του … Κάθε θεὸς καὶ θεὰ ἔχουν τοὺς εὐνοουμένους τους, ποὺ τοὺς ἐκτιμοῦν, τοὺς ἀγαποῦν καὶ τοὺς βοηθοῦν ὄχι ἀπὸ μιὰ προσωπικὴ [μεροληπτικὴ] προτίμηση, ἀλλὰ γιὰ κάποια ψυχοδιανοητικὴ σχέση ποὺ [ἐκφράζοντας πληρέστερα τὴν συγγένειά τους] συνδέει θεὸ καὶ ἄνθρωπο”.[554]